αναστατώ

αναστατώ
ἀναστατῶ (-έω) (Α) [ανάστατος]
παρασύρω, εξαπατώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀναστατῶ — ἀναστατέω carry off pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀναστατέω carry off pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀναστατόω unsettle pres subj act 1st sg ἀναστατόω unsettle pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναστάτω — ἀνάστατος made to rise up and depart masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀνάστατος made to rise up and depart masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀναστάτης masc gen sg (attic epic ionic) ἀναστατήρ destroyer masc gen sg (attic epic ionic) ἀ̱ναστάτω ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναστάτῳ — ἀνάστατος made to rise up and depart masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάστατος — η, ο (Α ἀνάστατος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται σε αταξία 2. μτφ. θορυβημένος, ταραγμένος αρχ. 1. αυτός που αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα του, που διώχθηκε 2. αυτός που βρίσκεται σε επανάσταση 3. (για πόλεις) ερημωμένος,… …   Dictionary of Greek

  • αναστατώνω — (AM ἀναστατῶ όω) κάνω άνω κάτω, προκαλώ αταξία, ταράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάστατος. ΠΑΡ. αναστάτωσις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”